- Λακεδαιμονιάζω
- Λακεδαιμονιάζωpres subj act 1st sgΛακεδαιμονιάζωpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λακεδαιμονιάζω — (Α) [Λακεδαιμόνιος] 1. μιμούμαι τους Λακεδαιμονίους 2. είμαι με το μέρος τών Λακεδαιμονίων, είμαι οπαδός ή φίλος τών Λακεδαιμονίων … Dictionary of Greek